- τηλεγραφώ
- τηλεγράφησα, τηλεγραφήθηκα1. χειρίζομαι τηλεγραφική συσκευή.2. συνεννοούμαι με τηλέγραφο.3. πληροφορώ τηλεγραφικά: Μας τηλεγράφησε ότι έρχεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.